- συμβᾶσιν
- συμβαίνωstand with the feet togetheraor part act masc/neut dat pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμβασιν — σύμβασις bringing one foot up to the other fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξύμβασιν — σύμβασιν , σύμβασις bringing one foot up to the other fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέρχομαι — (AM διέρχομαι) [έρχομαι] 1. περνώ ανάμεσα 2. (αμτβ.) (για χρόνο) περνώ 3. (για σωματικά και ψυχικά πάθη) υποφέρω, περνώ νεοελλ. 1. (με ουσ. που δηλώνει χρόνο) κάνω κάτι στη διάρκεια τού χρόνου που δηλώνει το ουσιαστικό («διέρχεται τον καιρό του… … Dictionary of Greek
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek
ar-1*, themat. (a)re-, heavy basis arǝ-, rē- and i-basis (a)rī̆ -, rēi- — ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i basis (a)rī̆ , rēi English meaning: to move, pass Deutsche Übersetzung: “fũgen, passen” Note: Root ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i Basis (a)rī̆ , rēi : “to move … Proto-Indo-European etymological dictionary